|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μητροσκόπιο? — — δίπτυχα — σλιπάκι — γιδόδρομος — φτεροκοπώ — κληρονομιά — ελαιοχρωμία — αιχμή — ακουαφόρτε — βαθμονομία — αμπατζήδικο — κατάπλωρα — βιάση — καπνοκαλλιέργεια — ευλυγισία — ερημιτισμός — λεβεντόπαιδο — θερμογονία — αδήωτος — απονέθω — κατάστρωση — ανθυπομειδιώ |
|||