|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λιοτριβάρης? — — ολιγώτερος — τρεχάμενος — πιά — αριστοκρατικότητα — παλιοβρώμα — αμφικολύπτω — λουχτούκισμα — γέψιμο — αντενοκάταρτο — γουνάτος — τυχοδιωκτισμός — ακκόρδο — κωλονούρι — πετρούλα — περισπάω — μούτσουνο — φαιλονι — δυσμενικός — πλήρης — προαυλισμός — σαράντισμα |
|||