|
немощёный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово немощёный? — αλιθόστρωτος как с (ново)греческого переводится слово αλιθόστρωτος? — немощёный — συνδεκάζω — πλατυρρημοσύνη — αλληλομαχώ — αγαθωνυμία — μπόρτζι — εκλεξιμότητα — απόζερβα — δαμασκηνέα — ασκελιά — ευφυολογώ — λεμβούργός — ψηλάφισμα — προσδόκιμα — ενασχόληση — ελατοσίδηρος — κτενοποιία — καταχώνιασμα — λογισμός — συστεγάζομαι — πανσλαβικός — μονημεριάτικος |
|||