Новогреческий словарь
επεπλάκην
επεπλάκην
παθ. αόρ. от επιπλόκω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επεπλάκην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
απεικαστό
—
μονοπέταλος
—
πήρα
—
τρισμύριοι
—
αφρολόγος
—
μεταμεσημβρινός
—
αποδεκατίζω
—
υαλουργός
—
ξανακερδίζω
—
συγκινδυνεύω
—
συγκολλώ
—
διαπλάτισμα
—
περιορίζομαι
—
μεταίχμιο
—
πρωτοτάξιδος
—
γλύκωμα
—
επιθαλάσσιος
—
ξομολόγος
—
αρμονικός
—
κερδοφορία
—
κολεγιόπαιδο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,