|
παθ. αόρ. от επιπλόκω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επεπλάκην? — — μπροστάρης — ξελογιάζομαι — αερόλουτρο — αυτενεργώ — αγριοτριανταφυλλιά — ανεπιφανής — σφάξιμο — ερχόμενος — ανθυπομειδιώ — καουτσούκ — εκγλύφω — υπάκουος — εμπορευματικός — γλωσσεύω — ραδιοδέκτης — αλογοφόρτι — μετακινούμαι — βληματοθήκη — αρκούμαι — ήπιος — βουτίνα |
|||