στυπτικότης

формы словаβ
στυπτικότης
(-ητος) η вяжущее свойство (лекарства)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово вяжущее свойство? — στυπτικότης
как с (ново)греческого переводится слово στυπτικότης? — вяжущее свойство


μπόρτσιγκαινιάζομαιακρωτηριασμόςαιματέμετοςαυτολεξείπλατειάζωκαταμαρτύρησιςμαλαχτάρικαταχρηστικάμπαταξηλίκιἀναστάτωσιςεμμηνόρροιακλισιάςβίδαουρανόπεμπτοςμπούρμπερηματοτσίνορογκροτέσκοπαραφυάδασφαλερόςεύτηκτον




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit