Новогреческий словарь




στυπτικότης

στυπτικότης
(-ητος) η вяжущее свойство (лекарства)


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово вяжущее свойство? — στυπτικότης
как с (ново)греческого переводится слово στυπτικότης? — вяжущее свойство


#(ново)греческий словарьέτοςδιεκπεραιωτήςζηλευτόςδίχορδοςαπόβγαλματουλουμπάρωμεγαλοπραγμονώμπακέτααγκαθερόςσουμπλιμέςδιατρέχωμπούρδαανταρεύωεντεροχορδήελαιοπωλείονγευματίζωοικιστήςακουμπιστόςγερμανοφιλίααργυρήλατοςισλαμιστής


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω







переводы с персидского языка, литовский словарь, шведско-русский словарь, сборка мебели в Москве