|
ο мин. лазурит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лазурит? — λαζουρίτης как с (ново)греческого переводится слово λαζουρίτης? — лазурит — αντιστέκουμαι — τηλεκοντρόλ — οινοπώλις — αποκρουστήρας — έχθρητα — ιθύνω — επιτροπεύω — χοοχουλίζω — κυκλοφορώ — ωτορινικός — ξομολόγος — σύμπας — τρώομαι — υποψιάζομαι — λιποτάκτης — αγαθιόρης — εξελέγχω — διαλλαγή — πεντάλεπτο — χλιαρός — μισοκοιμούμαι |
|||