|
η кератин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кератин? — κεράτινη как с (ново)греческого переводится слово κεράτινη? — кератин — τόκα — γαϊδουράνθρωπος — σοσιαλίστρια — ομοσπονδία — αλευροειδής — απομίμηση — ενεργητικός — βουρκάρι — μικροσκελής — εξαερωτής — παραψυχολογία — αναλωτικός — φαινακετίνη — εκθεσμος — νομή — αναλογικός — κοκόπαθος — κοντοσιμώνω — διαιρετικό — ανεχόρταγος — έμπηξη |
|||