|
ο залежь, целина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово залежь? — χερσότοπος как на (ново)греческом будет слово целина? — χερσότοπος как с (ново)греческого переводится слово χερσότοπος? — залежь, целина — θεόμορφος — ευρέως — εξάρμοση — χαλκωρυχείο — κλαπατσίμπαλα — διάφραγμα — αντιπτέραρχος — μελλοθάνατος — ενδυνάμωση — γνεστός — αβδέλλωμα — αναφαντός — κούτσουρο — λευχαιμία — κασερόπιτα — στοκάρισμα — ρουφηχτός — κατσίκι — άυπνος — αποφύλλιση — θρασύδειλος |
|||