|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γεναριάτικος? — — μύρμηγκας — λόξας — απρόθετος — σπόρτ — πετροκότσυφας — αστροποίκιλτος — ακαταπολέμητος — μικρολογία — αυτοσιτία — κοψιά — κορυφάδα — τύφλωση — νιόσκαφτος — αναποδιάζω — ακολάκευτος — συμπιλώ — τριανδρία — βωμολοχώ — παραγνώρισμα — ιγνύα — καύσιμος |
|||