Новогреческий словарь
γεναριάτικος
γεναριάτικος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
γεναριάτικος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λευκοπώγων
—
λουμπάγκο
—
ευχετικός
—
αμεριμνησία
—
περικαλλής
—
ενδεκάκις
—
αντιδηλώνω
—
αυτοαναφλεγόμενος
—
κατάπλασμα
—
φούτ-μπώλ
—
πολτώδης
—
ξάμπελο
—
συγύρι
—
υπερκερώ
—
ρευμοταλγία
—
βαλλιστικός
—
αχλαδόκαμπος
—
πλαστός
—
γιουχάισμα
—
γραφίδα
—
ξενιτευμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве