|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοινωφελές? — — ασύρματος — πολυδιήγητος — μπατακτσής — τελειοποιώ — έμβοθρον — κήπευσις — ανεπίστροφος — τάραγμα — ενθέτω — πνευματολογία — θράσεμα — κακοδιοίκητος — πιανίστα — ατούφεκος — πηροχειρία — μαυρόψαρο — ειρωνικά — βρωμόγρια — διαιρώ — λαογραφία — ερήμαγμα |
|||