κοινωφελές

формы словаβ
κοινωφελές



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κοινωφελές? —


ασύρματοςπολυδιήγητοςμπατακτσήςτελειοποιώέμβοθρονκήπευσιςανεπίστροφοςτάραγμαενθέτωπνευματολογίαθράσεμακακοδιοίκητοςπιανίσταατούφεκοςπηροχειρίαμαυρόψαροειρωνικάβρωμόγριαδιαιρώλαογραφίαερήμαγμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit