|
неприступный (о крепости) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неприступный? — δυσάλωτος как с (ново)греческого переводится слово δυσάλωτος? — неприступный — ανίδωτος — σακάτεμα — αδύναμος — τραγανό — ετερόπτερος — ικανώς — τρεμουλιάζω — ευθεία — ψέκασμα — σύνδειπνος — υδραγωγός — οιδίζω — αναμεράω — κουλούρι — ψιμυθιολόγος — λυσσιακό — ραζακί — προψές — βαφτισιμιά — ακάτιον — ακαθησύχαστος |
|||