|
ο мин. сталагмит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сталагмит? — σταλαγμίτης как с (ново)греческого переводится слово σταλαγμίτης? — сталагмит — μπαούλο — αποτράβηγμα — έντερο — λιθοθρύπτης — τούτος — αλωπεκισμός — φοιτήτρια — εξιλαστήρικος — νεκροφόρα — αναφτούμενος — ανάχωμα — βούι — θέμελο — ξυλο- — ώριμος — ασπροντύνομαι — ακουστικά — χουζουρλίκι — βαστιέμαι — παραμυθατζού — συναθλητής |
|||