Новогреческий словарь
αποίκιλτος
αποίκιλτ|ος
ничем не украшенный, без украшений
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ничем не украшенный
? —
αποίκιλτος
как на
(ново)греческом
будет слово
без украшений
? —
αποίκιλτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποίκιλτος
? — ничем не украшенный, без украшений
#
(ново)греческий словарь
—
σκουντούφλημα
—
δημοκρατούμαι
—
επιβοήθησις
—
μονιστικός
—
ντροπιαστικά
—
λιθοδομώ
—
δευτερευόντως
—
λουπιναριά
—
ορθολογίστρια
—
μετατρόχιον
—
παρελθοντολογώ
—
λαχανικό
—
φράκτης
—
ρητορικότης
—
δικινητήριο
—
φλουδερός
—
μπολσεβίκικος
—
βρόχινος
—
πρέκι
—
εμάνην
—
σύσφιξη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω