|
1) относящийся к самопознанию; 2) самопознаваемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к самопознанию? — αυτογνωστικός как на (ново)греческом будет слово самопознаваемый? — αυτογνωστικός как с (ново)греческого переводится слово αυτογνωστικός? — относящийся к самопознанию, самопознаваемый — εκπλήσσομαι — κοντομύτης — ανακατωτός — ανοσιούργημα — καταιγιστικός — σφουγγαράδικο — ελίκωση — ξενύχτι — συμμάζεμα — καλωσυνεύω — βαλσαμόδενδρο — ξεκλώσσημα — ζαφύρι — μερεμέτι — ειμαρμένον — αιωνίως — χοντροκεφαλιά — λιοβασίλεμα — διευκρινής — επισκόπηση — επιμεταλλώνω |
|||