|
: αναβαπτίσθηκα εις τήν λαϊκήν εντολήν — [phrase]я снова избран[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναβαπτίζομαι? — — τορβάς — γριά — αποχαιρετιέμαι — ταπεινωτικός — απανωγράφω — παραφύλαγμα — αρσενικίαση — δασμολόγος — μεμβρανώδης — αέναα — παραμυθητικός — γαστραλγία — μεθοκόπημα — ωφελιμισμός — διανοητής — αγγελόμορφος — εμφιλοχώρηση — δικτυοποιός — ρυθμίζω — επανέρχομαι — τριτοπρόσωπος |
|||