αναβαπτίζομαι

формы словаβ
αναβαπτίζομαι
:
          αναβαπτίσθηκα εις τήν λαϊκήν εντολήν — [phrase]я снова избран[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αναβαπτίζομαι? —


τορβάςγριάαποχαιρετιέμαιταπεινωτικόςαπανωγράφωπαραφύλαγμααρσενικίασηδασμολόγοςμεμβρανώδηςαένααπαραμυθητικόςγαστραλγίαμεθοκόπημαωφελιμισμόςδιανοητήςαγγελόμορφοςεμφιλοχώρησηδικτυοποιόςρυθμίζωεπανέρχομαιτριτοπρόσωπος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit