|
η воен. ранец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ранец? — σιτιοδόχη как с (ново)греческого переводится слово σιτιοδόχη? — ранец — αναμαυλίζω — αφίχθην — αγγουροντοματοσαλάτα — διακυβερνητικός — δασύφωνος — επισμηναγός — δεκεμβριάτικος — μενεξεδύ — θερμασιά — απόκουφος — γκεζερζω — επιληψία — αρμοση — εφαρμοστήριο — κατηχητικός — γεβεντίζω — αγαλάχτιστος — υπερκεφαλαίωση — αποκέντρωση — ψεκαστικός — αψυχία |
|||