|
το улыбка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово улыбка? — υπομειδίαμα как с (ново)греческого переводится слово υπομειδίαμα? — улыбка — λεξικογραφώ — πληθυσμογράφος — απαραμόρφωτος — μητροκτησία — αυλητρίς — ερυθροκύτταρο — σκαριφίζω — κόσμηση — ολιγαρχικός — μεταξόνιο — βιβλιοκλοπή — ειδησεογραφία — θεοποιώ — λευκαίνω — επισκέπτης — υπερβόρειος — χρωστούμενος — λοιμογόνος — ξεκούμπωτα — έπιδιδυμίτις — σφενδονίζω |
|||