|
η дежурство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дежурство? — εφημέρευση как с (ново)греческого переводится слово εφημέρευση? — дежурство — μπριζόλα — χηρεύω — απονηρευσία — μονόχειρας — ευφυΐα — ξεσπόριασμα — ΔΕΗ — λογοπαίκτης — αφειδώ — καταδιωκτικός — ομοιότυπο — εκτόπισμα — άθαπτος — ξεψείριασμα — κολλιαντζιάρης — ζυμώνω — αναπαριστώ — ηλεκτροκινητική — εισάγομαι — αδιάκοπος — λάμα |
|||