|
(αόρ. διηύρυνα) расширять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расширять? — διευρύνω как с (ново)греческого переводится слово διευρύνω? — расширять — επιγραφική — εύσειστος — προημιτελικός — ματόχαντρο — ζιγκολέτα — υπέρεισμα — γκρινιάζω — σεβασμός — δερμικός — λασκάδα — τετριμμένος — αποθυμιά — ασύννεφος — λαϊκή — αντίπνοια — σύγκαιρος — μελοποιία — κωλοβαράω — εκμυστήρευση — σκαπουλαίρνω — μάντιλο |
|||