|
с трудом разрешимый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово с трудом разрешимый? — δυσεπίλυτος как с (ново)греческого переводится слово δυσεπίλυτος? — с трудом разрешимый — μεταλλοειδής — ευσώματος — εκτελωνισμός — ξαγναντεύω — περιβολαρήσιος — προμακέτα — καλτσοβελόνα — γλίδα — ισοπλατής — ανακατεμένος — φιλάρπαξ — αοριστολογικός — παγίδευμα — τραπουλόχαρτο — σταχτοδοχείο — μούγγρισμα — εξέχω — βασταγάριά — λεόντειος — ζουρλομανδύα — ξεκάρφωμα |
|||