|
η белошвейка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово белошвейка? — ασπρορρουχού как с (ново)греческого переводится слово ασπρορρουχού? — белошвейка — σκυλοπνίχτης — εκατοντάδραχμος — προπηλακιστικός — αναίμακτος — ξαρρωστάω — Μολδαυός — άρθρωση — βαθμολογικός — πανιερότητα — αποχιονιά — κερασφόρος — πολυβόλο — επιπεφυκίτις — αφοριστικός — τακτοποιούμαι — απολυτοσκούτι — πατριδογνωσία — φουτουρίστρια — λαδορίγανη — κολλητός — δροσερότητα |
|||