|
η пятьдесят штук (об одинаковых предметах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пятьдесят штук? — πεντηκοντάς как с (ново)греческого переводится слово πεντηκοντάς? — пятьдесят штук — αμφιδέτης — κολυμβητικός — σχιστόλιθος — ξομολογητής — δουλειά — ύψωμα — μαστάρι — διοργανώνω — κολαουζιέρης — σκευή — ένδοση — άνθισμα — μεφιστοφελικός — βρεσιδάκι — καταδρομικό — μπακαλόχαρτο — ναζού — γραμμοσχεδίασμο — ανεξίκακος — σκαπανέας — κλώστρα |
|||