|
мучить, терзать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мучить? — καταβοσανίζω как на (ново)греческом будет слово терзать? — καταβοσανίζω как с (ново)греческого переводится слово καταβοσανίζω? — мучить, терзать — αποστρέβλωση — ανταμοιβή — έμβυσμα — αμπώχνω — μεσουρανίζω — ερωμανής — πριτσινάρισμα — κατεβασμένος — παραβάν — γνέψιμο — δραστικότητα — αποχώρημα — περατώνω — άβρεχτος — αγριομάτης — ινάτι — απομαραίνω — ψειρής — αμετακίνητος — σεισμογενής — αγγειοδιαστολή |
|||