|
малый, незначительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово малый? — ολιγούτσικος как на (ново)греческом будет слово незначительный? — ολιγούτσικος как с (ново)греческого переводится слово ολιγούτσικος? — малый, незначительный — εκπεπτωκώς — ξελησμονώ — κρεατής — αναστροφέας — καρδιά — παράδοξος — δεκαεφτάχρονος — εντάφιο — αγγελιοδότης — διαπίστευση — διαθερμαίνω — αναφυτεύω — αιμομικτικός — κινούμαι — μεθόριος — μελόδραμα — σάκκος — βαβουλάτα — κοινοπραγία — διαστάλαξη — θεσμοφύλαξ |
|||