|
температурный, термометрический; ~ καμπύλη — температурная кривая #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово температурный? — θερμομετρικός как на (ново)греческом будет слово термометрический? — θερμομετρικός как с (ново)греческого переводится слово θερμομετρικός? — температурный, термометрический — δράση — μαυρολάχανο — στυλοπάτι — άραθα — οικουρία — ρινικός — γέλασμα — κινηματογραφιστής — παράσταση — αναβίωση — ψαγμένος — κοφινιάζω — εκλέπτυνση — μεταπράτης — σπογγίζω — λειωμα — πλησιέστερος — άγευστος — Καναδέζα — ψύλλιον — αντρειεύομαι |
|||