|
η церк. скит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скит? — σκήτη как с (ново)греческого переводится слово σκήτη? — скит — ορνίθωση — μανθόσουπα — μέτρημα — δόκιμος — φιγουρατζίδικο — ταμιευτικός — ύφασμα — διακριτικότητα — συγκοινωνιακός — φανταρία — ψυχομάχητό — βάναυσα — αζούλιστος — ιχθυοφόρος — κομπλιμέντο — τρωκτικό — κόμη — ορίζουσα — αστοίχειωτος — μιαρότης — σμμοκονιαστής |
|||