|
танцевальный; ~ή εσπερίς — танцевальный вечер; танцулька (прост.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово танцевальный? — χορευτικός как с (ново)греческого переводится слово χορευτικός? — танцевальный — ριγηλός — βιβλιογράφος — αντεγγύηση — αρετή — συστράτευση — πρωϊνό — φυσιογνώστης — ελαιοφυτεία — ακρίβηνα — στραβοτιμονιά — κοκαλώνω — θαυμαστικός — φαγοκυτταρισμός — αδιαφανής — ένστικτο — δανεικός — Σκωτσέζα — λουκούμι — φιλοπρωτία — παρορμίζω — ηδύτητα |
|||