|
η кошка; === σάν τή ~ μέ τό σκύλο — [phrase]живут как кошка с собакой[/phrase]; παίζω σάν τή ~ μέ τό ποντίκι — [phrase]играть как кошка с мышью[/phrase]; εφτάψυχη ~ — живучий как кошка; ούτε ~ ούτε ζημιά — всё шито-крыто; как ни в чём не бывало #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кошка? — γάτα как с (ново)греческого переводится слово γάτα? — кошка — βροχόπιασμα — αργυροπέταλος — παρετυμολογικά — μουσσών — γομολάστιχα — ξεδοντιασμένος — ανάρριψη — χρυσαυγώ — φρενάρω — σεβαστός — ευφημώ — δίπτερα — βιβλιαγορά — αγρεύω — εξοίδημα — μερσινιά — ανευλαβής — συνόρισμα — απολιγαίνω — αποβάλλομαι — λεγιωνάριος |
|||