|
η содержанка; τήν έχει ~ — [phrase]она у него на содержании[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово содержанка? — σπιτωμένη как с (ново)греческого переводится слово σπιτωμένη? — содержанка — καναπεδάκι — τσίπουρο — πεθερούλης — ερευνώ — εξακοσιόδραχμος — ἥττων — ισοσταθμία — φύλλωμα — βούληση — σύλλογος — κροκοσυλλέκτρια — καταιγιδοφόρος — μπογαλάκι — κοινοβουλευτισμός — ψυχαναγκάζω — εντροπιάζω — βουβόσκυλο — καρπισμένος — ακαβαλλίκευτος — ξεκινώ — κρημνίζω |
|||