|
разветвлённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разветвлённый? — διακλαδωτικός как с (ново)греческого переводится слово διακλαδωτικός? — разветвлённый — μεγεθύνω — λυκαυγές — σχοινόπλεκτος — κυρτωμένος — άσειστος — αλσύλιο — ευμορφογοναίκα — στοιχηματίζω — συλληπτήριος — άσπιτος — κουρελιάρισσα — λακίζω — γεροντοβρόσια — κολοφώνιο — εξώπασχο — έκκεντρο — χαλκοχυτικός — παρωρεία — βυτίνη — κλέος — πινακωτή |
|||