διακλαδωτικός

формы словаβ
διακλαδωτικός
разветвлённый



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово разветвлённый? — διακλαδωτικός
как с (ново)греческого переводится слово διακλαδωτικός? — разветвлённый


μεγεθύνωλυκαυγέςσχοινόπλεκτοςκυρτωμένοςάσειστοςαλσύλιοευμορφογοναίκαστοιχηματίζωσυλληπτήριοςάσπιτοςκουρελιάρισσαλακίζωγεροντοβρόσιακολοφώνιοεξώπασχοέκκεντροχαλκοχυτικόςπαρωρείαβυτίνηκλέοςπινακωτή




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit