Новогреческий словарь
όφις
όφις
(γεν. όφεως) ο уст.
змея
(тж. о коварном человеке);
===
θερμαίνω όφιν εις τούς κόλπους μου — [phrase]пригреть змею на своей груди[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
змея
? —
όφις
как с
(ново)греческого
переводится слово
όφις
? — змея
#
(ново)греческий словарь
—
τετραξονικός
—
καστόρινος
—
στρατοκρατούμαι
—
κρυφομίλητό
—
διαστρικός
—
βοτανιάζω
—
ξεσκοτίζομαι
—
άχρους
—
Τροχαία
—
γυναικότης
—
προσταγή
—
εθνότητα
—
ξενύχτημα
—
τσυρίζω
—
εκθετήριο
—
ετυμολογημένος
—
ακούομαι
—
εκατονταέτις
—
βουλκάνος
—
αναβρυούσα
—
αναχρέμπτομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве