|
τα доход менялы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доход менялы? — σαραφιάτικα как с (ново)греческого переводится слово σαραφιάτικα? — доход менялы — σφάκελος — ακατάβρεχτος — αί — υποβορειοδυτικός — ημίμετρα — ανασκολοπίζω — κτηματομεσίτης — κατατεμαχισμός — βιολοντσελλίστρια — αναδιατάσσω — γλυίνη — προξενήτρα — δρωτάρι — ορθοεπής — γεροντοπαλλήκαρο — υποφέρω — φτεροκόπημα — χρύσωμα — αβελόνιστος — πετρελαιοπαραγωγή — ζούλια |
|||