Новогреческий словарь
ανερράγην
ανερράγην
παθ. αόρ. от αναρρηγνύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανερράγην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
νανοσωμία
—
φυγόστρατος
—
εξαιρέτως
—
εύληπτα
—
εμπλουτίζω
—
κεντυρίων
—
πρωτομαιάτικος
—
σιούτος
—
αρμονίζω
—
μεσονυχτίς
—
στοιχειοθέτης
—
χιλιοφορεμένος
—
φλοισβίζω
—
άπεφθος
—
ανατήκω
—
φέξιμο
—
πολύπλοκος
—
αίξ
—
καρδιαναστροφή
—
ενύδρωση
—
δασύκνημος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,