|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καλωδιακά? — — άργος — μεταπλάττω — κλυδωνισμός — στυλοπάτι — παμψηφεί — ανάλεκτα — ευκολοπέραστος — γλωσσογνωσία — ιστιοποιός — εύστοχα — ανημπορεσιά — ανταλλάζω — ιχθυοπώλις — πολυτεχνείο — μπροστάρισσα — κλειδωνιά — μαλακανδρέας — χωριατιά — τακτοποίηση — αθεσμοθέτητος — ρίψασπις |
|||