|
ο мат. делитель; ο μέγιστος κοινός ~ — общий наибольший делитель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово делитель? — διαιρέτης как с (ново)греческого переводится слово διαιρέτης? — делитель — βισινύς — αφέτης — ανατάσσομαι — φουτουριστικός — αναπαυτήριος — συνιζάνω — ψυχανθή — επαινοθήρας — καρατάρω — μπινελίκι — αναγνωρισμός — παίγνιο — προτίθομαι — οχτακόσιοι — σιαλισμός — ζυμέλαια — δίχειρος — ελληνολάτρης — ρινοκοπώ — βαθομετρικός — προσάγω |
|||