|
долголетний #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово долголетний? — κορακοζώητος как с (ново)греческого переводится слово κορακοζώητος? — долголетний — θαλερός — μπαλαδόρος — σύμμιξη — λογικότητα — μανομετρικός — ίσιωμα — θεατρικός — σκάρα — βωμολοχω — περίβλημα — γυαλιστήρι — φιδένιος — ρυπαντής — άφθαστος — εξισώνω — εκηβόλος — χλιαίνω — υποστρέφω — ολίγος — ασφαλτόστρωμα — σόλιασμα |
|||