Новогреческий словарь
επιπλάττω
επιπλάττω
шпаклевать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шпаклевать
? —
επιπλάττω
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιπλάττω
? — шпаклевать
#
(ново)греческий словарь
—
φαρμακογνωσία
—
κηπάκος
—
φέτος
—
χαρτομάντις
—
καταπινάδι
—
συγκερνώ
—
βωλοδέρνομαι
—
φρενιτικός
—
γοναταριά
—
εγκατασπείρω
—
αλατζαδένιος
—
χαμοκέρασο
—
απόξεση
—
αγριοκούνελο
—
συμμορίτικός
—
στωϊκεύομαι
—
ανέρωτος
—
μαγειρευτός
—
μετρονομία
—
εφημερεύων
—
διαδοσίας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,