Новогреческий словарь
τοπείο
τοπείο
το
пейзаж; вид
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пейзаж
? —
τοπείο
как на
(ново)греческом
будет слово
вид
? —
τοπείο
как с
(ново)греческого
переводится слово
τοπείο
? — пейзаж, вид
#
(ново)греческий словарь
—
νεοαποικιοκρατία
—
προκηρήσσω
—
πενθήμερο
—
διτάξιος
—
μαμμούδι
—
ξανακουράζομαι
—
τοξοειδής
—
τσιγαροθήκη
—
ανθροκόπλινθος
—
αδραχτιάζω
—
ενοργάνωση
—
συσκευάζω
—
ασυμπόνετος
—
φέρσιμο
—
ασφάλιστρο
—
μεταφορικώς
—
καπιταλάκι
—
γαλακτοφόρος
—
ψαρομάλλικος
—
γροθοκοπιέμαι
—
μεταγωγικό
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,