|
крошить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крошить? — θρύβω как с (ново)греческого переводится слово θρύβω? — крошить — διχάλι — έδειρα — εκκρεμώ — αλαφροήσκιωτος — απογειώνομαι — αδιαιρετότης — δασώνω — φανοποιός — ντρίτσα — ζίγκ-ζάγκ — πρωτομάγερας — δαιμονόσπερμα — μουλάρι — αξεφλούδιαστος — φετίς — αντωνυμία — μοδιστρούλα — εγκαταριθμώ — δίκιο — κράτος — καλόβολος |
|||