|
откупоривать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово откупоривать? — αποπωματίζω как с (ново)греческого переводится слово αποπωματίζω? — откупоривать — διαφυλάσσομαι — πεπεισμένος — τιθασσεύω — παντοιοτρόπως — αβγουλωτός — αντιστύλι — αρκτοζέφυρος — ίδρυση — χτίσιμο — φυσητήρας — ρεβένι — αδικοσκοτωμένος — υπερπίεση — μεταφορά — πληχτικός — ψωνίζω — κοιλοπονάω — ωόσωμα — αστιγμάτιστος — εκβουλγαρισμός — αναψυχώνω |
|||