|
αόρ. от θνήσκω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έθανον? — — αλευθέρωτος — εξόφθαλμα — ζύγιση — παραΰστερα — ολοκληρωτικός — πλαγιοβάδισμα — τοξίνη — εκχώρηση — επιφλοιώδης — γιαβουκλιούς — χρυσαύγεια — κοιμισμένος — άφαντος — αψέκαστος — πολυμαθής — φθονερός — εκκοκκίζω — ανεξόπλιστος — ψευτοκουλτουριάρα — γναθικός — μαδαρός |
|||