|
το любвишка (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово любвишка? — αισθηματάκι как с (ново)греческого переводится слово αισθηματάκι? — любвишка — νηπιοκτονία — άσοφος — εκρηξιγενής — βρώμικος — μέλι — ανομοιοκατάληκτος — ματινάδα — πορτοκαλεώνας — γραμματεύω — παρτιτούρα — άθληση — ζόφος — βυσσινύ — παστέλι — πνευστός — όπτησις — καταβρεχτήρας — κνισμός — απόκοττος — φτηνιάρικος — περιπλέω |
|||