|
η церк. причастие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово причастие? — μετάληψη как с (ново)греческого переводится слово μετάληψη? — причастие — αναβρυτός — υποσκιάζω — ακτινοσκοπία — ανάσεισμα — βρωμούσα — πανελλήνιο — υμενόπτερα — αντιστικτικά — αποδίωξη — οδοντόκρεμα — επτακόσιοι — αγωνοθετώ — καταιονητήρ — σύνοφρυς — διεκχέο — ασκάλιστος — θράσεμα — φιλοαριστερός — μανίκωμα — εξατμιστήρας — γκρεμνίζομαι |
|||