|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διαφέντεμα? — — αγαλάχτιστος — εξής — πρεσβευτικός — διόδια — προξενικός — απάλιωτος — φιλόδωρος — συμπάθεία — αυτεπιστασία — λευκόσημον — αδικοσκοτωμένος — αδιαφόρετα — διακύβευση — ανεγγύητα — γοργοδιαβαίνω — ηπειρώτισσα — χάνης — αποκοιμιστικός — μαθητόκοσμος — ταμπάκικο — φωτοαντίγραφο |
|||