|
высыхать; осушаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово высыхать? — αποξηραίνομαι как на (ново)греческом будет слово осушаться? — αποξηραίνομαι как с (ново)греческого переводится слово αποξηραίνομαι? — высыхать, осушаться — απηδαλιούχητος — αμυγδαλομάτα — υγειονομία — κλεφτρόνι — υποφαινόμενος — επιφοιτώ — μετάφρασμα — αναφερθείς — αλιμάριστος — εγκαταλειμμένος — εύθυνση — αζυμος — ασυνταύτιστος — διδακτός — φαρμακόγλωσσα — ίγγλα — σταυρωτά — ευφλογιστία — Φλαμανδός — μπεκιαρλίκι — πάρεργος |
|||