Новогреческий словарь
φινέστρα
φινέστρα
η
иллюминатор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
иллюминатор
? —
φινέστρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
φινέστρα
? — иллюминатор
#
(ново)греческий словарь
—
πραγματογνώμονας
—
εξηνταβελόνα
—
καλλιεργητικά
—
διακόνεμα
—
αλωπεκίζω
—
όσχεο
—
εμποδίστρια
—
αναγεννημένος
—
βάθαιμα
—
αναλαμπή
—
πλυστικά
—
κατάστρωση
—
φωτοβολία
—
αυτογνώμων
—
κομπανιάρω
—
φλώρος
—
λουμπαρδιάρης
—
αφελκυσμός
—
αποκλείω
—
μονόπρακτον
—
απεψία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,