|
ο 1) истопник; кочегар; 2) горновщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово истопник? — καμινευτής как на (ново)греческом будет слово кочегар? — καμινευτής как на (ново)греческом будет слово горновщик? — καμινευτής как с (ново)греческого переводится слово καμινευτής? — истопник, кочегар, горновщик — βλεφαρικός — καθεστηκώς — ανθοστέφανος — ξεκαρδίζω — καχέκτης — μαυρομαμούνα — νοσηλευτής — ηθικοποιητικός — διφθερικός — αφιλομάθεια — ιμπρεσσιονιστικός — μανίκωμα — μονότερμα — κάμερα — χρηματιστικός — παχύς — πλαγκτονικός — τρίς — ζαχαροκαμωμένος — θείο — άκαυτος |
|||