ξεμανταλωμός

формы словаβ
ξεμανταλωμός
ο отпирание (двери, ворот и т. п.);

===
          δέν έχει ~ό η γλώσσα του — [phrase]у него язык без костей[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово отпирание? — ξεμανταλωμός
как с (ново)греческого переводится слово ξεμανταλωμός? — отпирание


ξεψύχισμααστυνόμοςακρόασημεταμέλειαδιασποράεκθεσμοςαγευμάτιστοςτενόντιοςαριστερόστροφοςπλατειαστικόςτετράωροςθύμοςσεληνιακόςβοσκοπούλαβραδιάαεροναυτιλίαβροχοσκόπιονεπουρίζωΑμερικανίδαμύγαδυσκολοπρόφερτος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit