|
ο отпирание (двери, ворот и т. п.); === δέν έχει ~ό η γλώσσα του — [phrase]у него язык без костей[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отпирание? — ξεμανταλωμός как с (ново)греческого переводится слово ξεμανταλωμός? — отпирание — ξεψύχισμα — αστυνόμος — ακρόαση — μεταμέλεια — διασπορά — εκθεσμος — αγευμάτιστος — τενόντιος — αριστερόστροφος — πλατειαστικός — τετράωρος — θύμος — σεληνιακός — βοσκοπούλα — βραδιά — αεροναυτιλία — βροχοσκόπιον — επουρίζω — Αμερικανίδα — μύγα — δυσκολοπρόφερτος |
|||