|
ориентировочный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ориентировочный? — προσανατολιστικός как с (ново)греческого переводится слово προσανατολιστικός? — ориентировочный — γλωσσίτσα — ξυλόσοφος — μάλα — κελαϊδιστής — στυπτηρία — Αίολος — μαρξίστρια — καχέκτης — περιέρχομαι — επίσωτρον — τοσοδούλης — λεπτό — μοντάρω — αγροίκιστος — δίποδο — ανάρτυτος — προσχηματικός — κακείθεν — θήκη — καρχαρίας — υποσκαφή |
|||