|
кипрский; === ~αίϊκο γαϊδούρι — нахал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кипрский? — κυπραίϊκος как с (ново)греческого переводится слово κυπραίϊκος? — кипрский — διαρρηγνύω — αμυσταγώγητος — ντοκουμεντάρομαι — ζωγραφικός — μαχμουρλίδικος — κηλίμι — σκεπτικίστρια — ζυθοζύμη — φυσική — πεντανόστιμος — ασθματικός — ραδιοεπαφή — ανεπίστρεπτα — μοσχοβίτης — ανδροκρατία — εναντιολογία — δουλικός — συσταίνω — ήσυχα — ανυπομονησιά — επιλαρχία |
|||